- τοκολόγιο
- το, Ν(οικον.) σύνολο πινάκων που παρέχουν τον ζητούμενο τόκο τής μονάδας τού κεφαλαίου για ορισμένο χρονικό διάστημα και για δεδομένο επιτόκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + -λόγιο (< -λόγος*). Η λ., στον λόγιο τ. τοκολόγιον, μαρτυρείται από το 1853 ως τίτλος βιβλίου που εκδόθηκε από τον Σ. Χ. Ραφτάνη].
Dictionary of Greek. 2013.